καλοψυχίζω

καλοψυχίζω
και καλοψυχώ και -άω (Μ καλοψυχίζω και καλοψυχώ) [καλόψυχος]
νεοελλ.
1. εύχομαι σε κάποιον να παραδώσει καλή ψυχή
2. μνημονεύω με ευγνωμοσύνη κάποιον νεκρό για ευεργεσία που μού έκανε όταν ζούσε («τόν καλοψυχάω κάθε μέρα, γιατί σ' αυτόν χρωστάω τη ζωή μου»)
μσν.
1. (μτβ.) μεταστρέφω με λόγια παρηγοριάς ή με άλλα μέσα την άσχημη ψυχική διάθεση κάποιου σε ευχάριστη, τόν παρηγορώ, τόν καλοκαρδίζω
2. (αμτβ.) αποκτώ ευχάριστη ψυχική διάθεση, διασκεδάζω τη θλίψη μου («ἔφαγαν καὶ ἔπιαν καὶ εκαλοψυχῆσαν», Διγ. Ακρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλοψυχίζω — και καλοψυχάω καλοψύχισα και καλοψύχησα, κάνω κάποιον να ευχαριστηθεί: Με καλοψύχησες μ αυτά που είπες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”